- διπλοψηφίζω
- διπλοψήφισα, ψηφίζω δύο φορές στην ίδια εκλογή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διπλοψηφίζω — και διπλοψηφώ ( έω) ψηφίζω παράνομα δύο φορές στην ίδια εκλογή· … Dictionary of Greek
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
διπλοψήφιση — η διπλοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοψηφίζω. Η λ. διπλοψηφίσεις μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διπλοψήφισμα — το [διπλοψηφίζω] διπλοψηφία … Dictionary of Greek